ἐπαναλαμβανομένων

ἐπαναλαμβανομένων
ἐπαναλαμβάνω
take up again
pres part mp fem gen pl
ἐπαναλαμβάνω
take up again
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …   Dictionary of Greek

  • μαίανδρος — Διακοσμητικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από ευθείες γραμμές που κάμπτονται σε ορθές γωνίες και σχηματίζουν συνεχή σειρά επαναλαμβανόμενων ελιγμών. Το σχήμα πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Μαίανδρο (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας, που είναι… …   Dictionary of Greek

  • μυασθένεια — η ιατρ. α) πάθηση που χαρακτηρίζεται από εξασθένηση τής μυϊκής ισχύος 8) φρ. «βαρεία μυασθένεια» πάθηση που αποτελεί συνέπεια τής διαταραχής τής λειτουργίας τής νευρομυϊκής σύναψης και χαρακτηρίζεται από προοδευτική και ταχεία εξάντληση τής… …   Dictionary of Greek

  • υπερθυλακινισμός — ο, Ν ιατρ. σύνδρομο οφειλόμενο σε αυξημένη έκκριση ωοθυλακίνης ή σε χορήγηση μεγάλων και επαναλαμβανόμενων δόσεων τής ορμόνης αυτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + θυλακίνη «περιληπτική ονομασία τών ορμονών τής ωοθήκης» + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”